- ἀρτιότης
- ἀρτῐότης, ητος, ἡ,A soundness, entireness, Arr.Epict.1.22.12, Gal. Thras.12, Stob.2.7.7a.2 of numbers, evenness, opp. περιττότης, Arist.Metaph.1004b11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀρτιότης — soundness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιότητα — ἀρτιότης soundness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιότητες — ἀρτιότης soundness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιότητι — ἀρτιότης soundness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιότητος — ἀρτιότης soundness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτιότητα — η (AM ἀρτιότης, ότητος) 1. η ακεραιότητα, η πληρότητα 2. η ιδιότητα ενός αριθμού ή μιας συνάρτησης να είναι άρτιοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρτιος] … Dictionary of Greek